ουρανόφρων

ουρανόφρων
οὐρανόφρων, -ον (Μ)
αυτός που έχει θεία φρονήματα, ευσεβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο-* + -φρων (< φρήν, φρενός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ουρανο- — (ΑΜ οὐρανο ) α συνθετικό λέξεων, που άναγεται στο ουσ. ουρανός και σημαίνει αυτόν που προέρχεται, που βρίσκεται ή που σχετίζεται με τον ουρανό και, μτφ., με το θείο.Σύνθ. με α συνθετικό ουρανο : ουρανοβάμων, ουρανοβάτης, ουρανογραφία,… …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿՆԱԽՈՀ — (ի, ից.) NBH 1 0695 Chronological Sequence: Unknown date, 11c ա. ԵՐԿՆԱԽՈՀ ԵՐԿՆԱԽՈՐՀ. οὑρανόφρων caelestia sapiens Որ զերկինս եւ զերկնաւորս խորհի. *Ի վերին արքայութիւնն փութայ ընդունել զերկնախորհսն. Ճ. ՟Գ.: *Աստուածգիտութեանն բուրումն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”